- μεγαλοσώματος
- μεγᾰλο-σώμᾰτος, ον,A large-bodied, Eust.962.23, Sch.Opp.H. 1.360.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεγαλοσώματος — large bodied masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοσώματος — η, ο (ΑM μεγαλοσώματος, ον) μεγαλόσωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + σῶμα, σώματος (πρβλ. μικρο σώματος)] … Dictionary of Greek
μεγαλοσώματον — μεγαλοσώματος large bodied masc/fem acc sg μεγαλοσώματος large bodied neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοσωμάτους — μεγαλοσώματος large bodied masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοσωμάτων — μεγαλοσώματος large bodied masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοσωμάτῳ — μεγαλοσώματος large bodied masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοσώματα — μεγαλοσώματος large bodied neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοσώματοι — μεγαλοσώματος large bodied masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… … Dictionary of Greek
μεγαλόσωμος — η, ο (Α μεγαλόσωμος, ον) αυτός που έχει ογκώδες και ψηλό σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + σῶμα (πρβλ. υψηλό σωμος) σχηματισμένο από το θ. τής ονομ. αντί μεγαλοσώματος] … Dictionary of Greek